- δαμασκηνάτος
- -η, -ο1. ό,τι μοιάζει με δαμάσκηνο («ελιές δαμασκηνάτες»)2. (για φαγητά) ο παρασκευασμένος με δαμάσκηνα3. το ουδ. ως ουσ. δαμασκηνάτοαποξηραμένος πολτός δαμάσκηνων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαμασκηνάτος — η, ο 1. αυτός που μοιάζει με δαμάσκηνο: Ελιά δαμασκηνάτη. 2. μαγειρεμένος με δαμάσκηνα: Χοιρινό δαμασκηνάτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)